- ορυκτικός
- ὀρυκτικός, -ή, -όν (Α) [ορύκτης]κατάλληλος για όρυξη ή για την κατασκευή σήραγγας ή υπονόμου («ἐργαλεῑον ὀρυκτικόν», λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρυκτικά — ὀρυκτικός fit for digging neut nom/voc/acc pl ὀρυκτικά̱ , ὀρυκτικός fit for digging fem nom/voc/acc dual ὀρυκτικά̱ , ὀρυκτικός fit for digging fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)